αλληλόμορφα

αλληλόμορφα
ή άλληλα ή αλληλικά, τα
(εννοείται γονίδια) (Βιολ.)
εναλλασσόμενες μορφές τών γονιδίων, που κατέχουν την ίδια θέση (genelocus) στα ομόλογα χρωματοσώματα, δηλ. στα κυτταρικά οργανίδια που είναι φορείς τού κληρονομικού υλικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αλληλο-* + μορφή, πρβλ. αγγλ. allelomorphs].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλληλ(ο)- — [Α ἀλληλ(ο) ] Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής… …   Dictionary of Greek

  • αλληλομορφισμός — ή αλληλισμός, ο (Βιολ.) η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στα αλληλόμορφα γονίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. allelomorphism < allelomorph (πρβλ. αλληλόμορφα) + κατάλ. ism (πρβλ. ισμός)] …   Dictionary of Greek

  • κληρονομικότητα — Μεταβίβαση των χαρακτήρων ενός ατόμου στις επόμενες γενιές, η οποία πραγματοποιείται με τη σύζευξη των γεννητικών κυττάρων (γαμέτες) των γονέων και την ανάμειξη του γενετικού τους υλικού. Η μεταβίβαση αυτή ακολουθεί καθορισμένους νόμους, που… …   Dictionary of Greek

  • ετερόζυγος οργανισμός — Είναι το υβρίδιο που προέρχεται από την ένωση δύο γαμετών με διαφορετική γονοτυπική σύσταση (παραδείγματος χάριν άνθος κόκκινο και άνθος λευκό). Φέρει δύο διαφορετικά αλληλόμορφα γονίδια στις δύο αντίστοιχες θέσεις ενός ζεύγους ομολόγων… …   Dictionary of Greek

  • γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… …   Dictionary of Greek

  • διμορφισμός — Η ύπαρξη δύο διαφορετικών μορφών σε άτομα του ίδιου είδους ζώων ή φυτών. Διακρίνουμε δύο κύριες κατηγορίες δ.: τον γενετικό δ., ο οποίος οφείλεται σε χαρακτηριστικά που ελέγχονται γενετικά, και τον μη γενετικό δ., που οφείλεται σε άλλους… …   Dictionary of Greek

  • διυβριδισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο διασταυρώνονται δύο γονείς που διαφέρουν κατά δύο ζεύγη κληρονομικών χαρακτήρων. Ο δ. ακολουθεί τον δεύτερο νόμο του Μέντελ, δηλαδή τον νόμο του ανεξάρτητου διαχωρισμού των κληρονομικών χαρακτήρων. Σύμφωνα με αυτόν, κατά… …   Dictionary of Greek

  • ομοζυγωτικός — ή, ό (για διπλοειδή κύτταρα ή διπλοειδείς οργανισμούς) αυτός που φέρει δύο ίδια αλληλόμορφα τού ίδιου γονιδίου, σε αντιδιαστολή με τον ετεροζυγωτικό …   Dictionary of Greek

  • ομοζυγώτης — Οργανισμός που έχει τα ίδια ακριβώς γονίδια σε δύο αντίστοιχες θέσεις (locus) ενός ζεύγους χρωματοσωμάτων. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα άτομο που κληρονόμησε και από τους δυο γονείς το ίδιο γονίδιο σε ένα ζεύγος αλληλόμορφων χαρακτήρων. Ο ο. είναι… …   Dictionary of Greek

  • πολυαλληλία — η, Ν βιολ. ιδιαίτερος τρόπος κληρονομικότητας, κατά τον οποίο σε ένα γονίδιο Α αντιστοιχούν πολλά αλληλόμορφα, α , α , α , έτσι ώστε να προσφέρουν τα μεν σε σχέση με τα δε έναν αυξανόμενο βαθμό κυριαρχίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”