αλληλ(ο)- — [Α ἀλληλ(ο) ] Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής… … Dictionary of Greek
αλληλομορφισμός — ή αλληλισμός, ο (Βιολ.) η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στα αλληλόμορφα γονίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. allelomorphism < allelomorph (πρβλ. αλληλόμορφα) + κατάλ. ism (πρβλ. ισμός)] … Dictionary of Greek
κληρονομικότητα — Μεταβίβαση των χαρακτήρων ενός ατόμου στις επόμενες γενιές, η οποία πραγματοποιείται με τη σύζευξη των γεννητικών κυττάρων (γαμέτες) των γονέων και την ανάμειξη του γενετικού τους υλικού. Η μεταβίβαση αυτή ακολουθεί καθορισμένους νόμους, που… … Dictionary of Greek
ετερόζυγος οργανισμός — Είναι το υβρίδιο που προέρχεται από την ένωση δύο γαμετών με διαφορετική γονοτυπική σύσταση (παραδείγματος χάριν άνθος κόκκινο και άνθος λευκό). Φέρει δύο διαφορετικά αλληλόμορφα γονίδια στις δύο αντίστοιχες θέσεις ενός ζεύγους ομολόγων… … Dictionary of Greek
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek
διμορφισμός — Η ύπαρξη δύο διαφορετικών μορφών σε άτομα του ίδιου είδους ζώων ή φυτών. Διακρίνουμε δύο κύριες κατηγορίες δ.: τον γενετικό δ., ο οποίος οφείλεται σε χαρακτηριστικά που ελέγχονται γενετικά, και τον μη γενετικό δ., που οφείλεται σε άλλους… … Dictionary of Greek
διυβριδισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο διασταυρώνονται δύο γονείς που διαφέρουν κατά δύο ζεύγη κληρονομικών χαρακτήρων. Ο δ. ακολουθεί τον δεύτερο νόμο του Μέντελ, δηλαδή τον νόμο του ανεξάρτητου διαχωρισμού των κληρονομικών χαρακτήρων. Σύμφωνα με αυτόν, κατά… … Dictionary of Greek
ομοζυγωτικός — ή, ό (για διπλοειδή κύτταρα ή διπλοειδείς οργανισμούς) αυτός που φέρει δύο ίδια αλληλόμορφα τού ίδιου γονιδίου, σε αντιδιαστολή με τον ετεροζυγωτικό … Dictionary of Greek
ομοζυγώτης — Οργανισμός που έχει τα ίδια ακριβώς γονίδια σε δύο αντίστοιχες θέσεις (locus) ενός ζεύγους χρωματοσωμάτων. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα άτομο που κληρονόμησε και από τους δυο γονείς το ίδιο γονίδιο σε ένα ζεύγος αλληλόμορφων χαρακτήρων. Ο ο. είναι… … Dictionary of Greek
πολυαλληλία — η, Ν βιολ. ιδιαίτερος τρόπος κληρονομικότητας, κατά τον οποίο σε ένα γονίδιο Α αντιστοιχούν πολλά αλληλόμορφα, α , α , α , έτσι ώστε να προσφέρουν τα μεν σε σχέση με τα δε έναν αυξανόμενο βαθμό κυριαρχίας … Dictionary of Greek